ἀπόστροφος

ἀπόστροφος
ἀπόστροφος
turned away
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απόστροφος — (Α ἀπόστροφος, ον) το θηλ. ως ουσ. το σημείο της έκθλιψης φωνήεντος (κατ ολίγον, επ αυτού, απ όλους) αρχ. 1. αυτός που έχει αποστρέψει (δηλ., έχει γυρίσει αλλού) το πρόσωπο του 2. ο αποτρόπαιος 3. το θηλ. ως ουσ. θεατρ. η παράβαση του χορού …   Dictionary of Greek

  • απόστροφος — η (γραμμ.), σημάδι του γραπτού λόγου όμοιο με την ψιλή που μπαίνει στη θέση φωνήεντος το οποίο αποβλήθηκε εξαιτίας έκθλιψης, αφαίρεσης ή αποκοπής (μ έφερε, μου φερε, φέρ το) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποστρόφως — ἀπόστροφος turned away adverbial ἀπόστροφος turned away masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόστροφον — ἀπόστροφος turned away masc/fem acc sg ἀπόστροφος turned away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρόφοις — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρόφου — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρόφους — ἀπόστροφος turned away masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρόφων — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρόφῳ — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόστροφα — ἀπόστροφος turned away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”